Έχει εργαστεί στο πλάι σημαντικών σκηνοθετών του κινηματογράφου και ο ίδιος έχει κάνει μερικές από τις πιο ανατρεπτικές και διάσημες ταινίες του ιταλικού καλτ κινηματογράφου από τις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Επιπλέον, έχει δουλέψει στην τηλεόραση και έχει γράψει μυθιστορήματα.
Πρόκειται για τον σκηνοθέτη Άλντο Λάντο, ο οποίος μου παραχώρησε μια απίστευτα ενδιαφέρουσα συνέντευξη λίγες μέρες νωρίτερα, σχολιάζοντας ανάμεσα σε άλλα τις συνεργασίες του, τις ταινίες του και την κατάσταση της κινηματογραφικής βιομηχανίας ενώ υποστηρίζει πως η ηλικία δεν αποτελεί εμπόδιο για νέους δρόμους!
-Ποιες είναι οι βασικές επιρροές στο έργο σας;
-Κυρίως το διάβασμα, από τότε που ήμουν 11 χρονών διάβαζα πολλά και διάφορα. Επίσης η γνωριμία μου με ζωγράφους και καλλιτέχνες. Έβλεπα πολλές ταινίες στην εφηβεία μου και δεν έχανα καμία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Στη συνέχεια η ζωή στο Παρίσι και η γνωριμία με συγγραφείς, ζωγράφους και ανθρώπους του κινηματογράφου, με τους οποίους άρχισα να συνεργάζομαι.
-Στα πρώτα σας βήματα στον κινηματογράφο, είχατε εργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτης στο πλευρό διάσημων σκηνοθετών, όπως ο Σαλβατόρε Σαμπέρι, ο Μαουρίτσιο Λούτσιντι και ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Μπορείτε να μου περιγράψετε πώς ήταν να δουλεύετε μαζί τους;
-Ο Λούτσιντι ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης με τον οποίο συνεργάστηκα μόλις έφτασα στη Ρώμη από το Παρίσι, όπου είχα ξεκινήσει το επάγγελμα. Ήταν μία μεγάλη συνεργασία – 5 ταινίες συνολικά – και εκτός από την βοήθεια στα γυρίσματα, μου εμπιστεύτηκε και την εγγραφή ήχων και ηχητικών εφέ μετά την παραγωγή. Στην ταινία «Πέντε Μέρες στο Σινάι» (Five Days in Sinai, 1968) έκανα το ντεμπούτο μου ως second unit director. Όταν άρχισα να γράφω και σενάρια, έγραψα γι’ αυτόν το «Δολοφόνο της Βενετίας» (The Designated Victim, 1971). Με τον Σαμπέρι έγραψα δύο σενάρια: τα «An Eel Worth 300 Million» (1971) και «Blessed are the Rich (1972)», αλλά ήμουν βοηθός του μόνο στην πρώτη.
Με τον Μπερτολούτσι κάναμε τον «Κονφορμίστα» (Il Conformista, 1970), είναι και ο σκηνοθέτης με τον οποίο συνδέομαι περισσότερο με δεσμούς πνευματικούς και πολιτιστικούς. Άκουγε τις προτάσεις μου και συχνά, θα έλεγα, τις εφάρμοζε – ήμουν βοηθός σκηνοθέτη με περισσότερη πείρα απ’ αυτόν στο σετ. Ωστόσο, απ’ αυτόν έμαθα την έννοια του «ποιητικού ρεαλισμού» και την τεχνική του πλάνου και των σεκάνς, των οποίων ήταν λάτρης. Μετά από εκείνη την ταινία έκανα το ντεμπούτο μου ως σκηνοθέτης, αλλά όταν ξεκίνησε τη δουλειά στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» (Last Tango in Paris, 1972), μου ζήτησε να είμαι στο πλευρό του ως “συνεργάτης στη σκηνοθεσία”. Ξεκινήσαμε την προετοιμασία στο Παρίσι – ένιωθα σαν στο σπίτι μου γιατί εκεί ζούσα και δούλευα για έξι χρόνια! – και βρήκα το διαμέρισμα που βλέπεις στην ταινία και, μάλιστα, ανακάλυψα σχεδόν τυχαία την κοπέλα που έψαχνε για την ταινία: τη Μαρία Σνάιντερ. Μετά ο Μπράντο δεν ήταν διαθέσιμος για μερικούς μήνες επειδή ο Κόπολα τον είχε προσλάβει για το «Νονό» (The Godfather, 1972) και η ταινία έπρεπε να σταματήσει.
Εκείνο τον καιρό μου έγινε πρόταση να γυρίσω την ταινία «Ποιος Είδε την Κυρία να Πεθαίνει;» (Who Saw her Die?, 1972) στη Βενετία – πώς μπορούσα να αρνηθώ να γυρίσω ταινία στην πόλη που μεγάλωσα! – όπως και επίσης είχα ένα συμβόλαιο να κάνω την επόμενη άνοιξη την ταινία «La Cosa Buffa» (1972), επίσης στη Βενετία. Ο προγραμματισμός δεν έβγαινε και, έτσι, ο Μπερνάρντο αναγκάστηκε να βρει άλλον βοηθό για εκείνη την ταινία.
-Η ταινία σας «Γυάλινες Κούκλες» (Short Night of Glass Dolls) είναι μία από τις πιο εντυπωσιακά ταινίες που έχω δει ποτέ μου. Πώς βρήκατε την ιστορία αυτή; Μπορείτε να θυμηθείτε ποια ήταν η αντίδραση των κριτικών και του κοινού όταν είχε κυκλοφορήσει η ταινία στην Ιταλία πίσω στο 1971;
-Εκείνη την εποχή πολλοί δημοσιογράφοι (και πολλοί νεαροί δικαστές) προσπαθούσαν να φέρουν στο φως τα αδικήματα των Ισχυρών, τα οποία είχαν αποσιωπηθεί. Η ιδέα γεννήθηκε από εκεί, αλλά το ότι θα έκανα το ντεμπούτο μου ως σκηνοθέτης με «πολιτική» ταινία δεν θα μου επέτρεπε να βρω εύκολα παραγωγό να τη χρηματοδοτήσει. Εγώ μεγάλωσα με την κουλτούρα της κεντρικής Ευρώπης (Κάφκα, Σβέβο, κλπ.) και γνώριζα καλά την Πράγα. Γι’ αυτό αποφάσισα να γράψω μία ιστορία γι’ αυτό το σπάνιο κλίμα πριν την πτώση του τείχους στον εσωτερισμό της Πράγας παρουσιάζοντας μεταφορικά μία παλιά κοινωνία που διατηρεί τη δύναμή της με το αίμα των νέων. Όπως τότε, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει δυστυχώς και σήμερα! Ποιοι πεθαίνουν σε πολέμους για να διατηρηθούν οικονομικά συμφέροντα (πετρέλαιο, αέριο, κλπ.) ή από υπερβολική δόση για να πλουτίσει η κάθε μαφία που διατηρεί επαφές με την πολιτική; Μόνο οι νέοι δίχως ελπίδες δίνουν το αίμα τους!
Όταν βγήκε η ταινία στους κινηματογράφους, είχε τίμια προσέλευση του κοινού, πράγμα που μου επέτρεψε να συνεχίσω να κάνω ταινίες – αν είχες μία αποτυχία οι παραγωγοί διέγραφαν το όνομά σου από την ατζέντα τους! Όσον αφορά τον τύπο, οι μοναδικοί κριτικοί που την εκτίμησαν ήταν αυτοί των εφημερίδων της αριστεράς.
-Τι γνώμη έχετε για τις εταιρείες διανομής DVD και Blu-ray;
-Πιστεύω πως δεν έχουν πολλή ζωή με τις νέες τεχνολογίες που αναπτύσσονται και τις διάφορες πλατφόρμες που διαθέτουν ταινίες για θέαση στο σπίτι. Σίγουρα, όμως, θα παραμείνει ένας σκληρός πυρήνας «συλλεκτών» και για του λόγου του αληθές ο εκδοτικός οίκος Le Chat Qui Fume στο Παρίσι έχει μόλις εκδώσει σε blu-ray τις ταινίες μου «Short Night of Glass Dolls» και «Night Train Murders» (Το Τραίνο των Κανιβάλων, 1975) μαζί με το βιβλίο «Conversation avec Aldo Lado», το οποίο καλύπτει όλη μου την καριέρα και είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς συνέντευξης που έδωσα το 2019 σε μια Γαλλίδα δημοσιογράφο.
-Έχετε εργαστεί σε πολλά και διάφορα είδη στην καριέρα σας. Από το θρίλερ και τον τρόμο έως και το δράμα και την επιστημονική φαντασία. Έχετε συμπάθεια προς κάποιο είδος περισσότερο από τα άλλα;
-Για να είμαι ειλικρινής έχω μια μικρή προτίμηση για το θρίλερ και το αστυνομικό είδος (ακόμη και στο διάβασμά μου), αλλά δε μου άρεσε να κάνω συνέχεια την ίδια ταινία σαν άλλους σκηνοθέτες. Μου άρεσε πάντα να διηγούμαι διαφορετικές ιστορίες και να ασχολούμαι με διάφορα είδη. Αυτή είναι η μαγεία του σινεμά! Ωστόσο, αν μελετήσεις εις βάθος τη δουλειά μου (ταινίες και μυθιστορήματα), θα βρεις έναν κοινό παρονομαστή: ενδιαφέρομαι πάντα γι’ αυτό που ονομάζουμε «διαφορετικό», δηλαδή γι’ αυτούς τους διαφορετικούς χαρακτήρες που η κοινωνία βλέπει πάντα με επιφύλαξη επειδή είναι τέτοιοι και συχνά τους εξυπηρετεί.
-Με τον συνθέτη Ένιο Μορικόνε είχατε συνεργαστεί σε αρκετές δουλειές. Πείτε μου λίγα λόγια για τη μουσική του στις ταινίες σας.
-Είχε πάντα εξαιρετικές ιδέες και τον ενέπνεε πολύ η επιλογή μου να ασχοληθώ με διάφορα είδη που του επέτρεπαν να πειραματιστεί με νέες μουσικές. Για παράδειγμα, εμβληματική είναι η παιδική χορωδία που του ζήτησα για το «Who Saw her Die?», όπως και η συναυλία με τη φυσαρμόνικα στο «Night Train Murders», που προήλθε από την επιλογή μου να παίζει ένα μουσικό όργανο ένας από τους δύο πρωταγωνιστές.
-Επίσης, έχετε γράψει μερικά ενδιαφέροντα βιβλία, όπως για παράδειγμα το «The Movies You Will Never See». Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή βιβλίων;
-Αφού δούλεψα για δέκα χρόνια ως παραγωγός σε μια γαλλική εταιρία ενώ ζούσα στο Παρίσι, γύρισα ξανά στην Ιταλία το 2008 και αποφάσισα να επιστρέψω πίσω από την κάμερα. Έτσι έγραψα, σκηνοθέτησα και έκανα την παραγωγή στην ταινία «Il Notturno di Chopin», η οποία κυκλοφόρησε το 2013 στην Ιταλία. Το 2012 η δημοσιογράφος Αμπρέτα Σαμπιέτρο μου πήρε συνέντευξη για μία εφημερίδα του Βαρέζε και γίναμε φίλοι. Στη συνέχεια, μου ζήτησε να πάρω μέρος σε ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό με αστυνομικά διηγήματα που οργάνωνε η ανθολογία «Delitti di Lago», της οποίας είχε την επιμέλεια. Εγώ αρνήθηκα, γιατί οι ιστορίες που έγραφα για τον κινηματογράφο ΔΕΝ ήταν λογοτεχνία. Εκείνη, όμως, επέμενε.
Έγραψα τότε ένα διήγημα («The Giant and the Girl»), το οποίο επιλέχθηκε ανάμεσα σε μερικά και δημοσιεύτηκε στην ανθολογία το 2016. Ύστερα με παρότρυναν να συμμετέχω στις παρουσιάσεις του βιβλίου στα βιβλιοπωλεία και έτσι ήρθα για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με το κοινό. Ενθουσιάστηκα πολύ και είπα στον εαυτό μου ότι μπορώ να συνεχίσω να αφηγούμαι ιστορίες μέσα από το γράψιμο. Εκείνα τα τέσσερα χρόνια έγραψα, εκτός από το «The Movies You Will Never See», τα παρακάτω: το «Un Pollo da Spennare» (σουρεαλιστικό αστυνομικό θρίλερ), το «Hotel delle Cose» (βραβείο Piero Chiara), το «Miriam» (διαδραματίζεται ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και την Πομπηία το ΄70 μ. Χ.), το βραβευμένο με δύο λογοτεχνικά βραβεία «Il Mastino» – το υπέγραψα με το ψευδώνυμο George B. Lewis, που είχα χρησιμοποιήσει το 1979 στην ταινία μου «Τα Ανθρωποειδή Σαρώνουν τη Γη» (The Humanoid) – και το «Il Rider», ένα κλασικό αστυνομικό, που εκδόθηκε πριν από μερικούς μήνες. Επιπλέον, πολλές ακόμη ιστορίες και διηγήματα μου δημοσιευτήκαν και βραβεύτηκαν. Όπως βλέπεις δεν υπάρχει όριο ηλικίας για καινοτομίες και νέους δρόμους, αρκεί να λειτουργεί το μυαλό σου!
-Έχει υπάρξει κάποιο πρόσωπο του ιταλικού κινηματογράφου που εύχεστε να είχατε συνεργαστεί αλλά δεν συνέβη ποτέ;
-Σίγουρα κάποιος σπουδαίος ηθοποιός, όπως για παράδειγμα ο Μαστρογιάνι, άλλα δεν είχα ποτέ μία ιστορία να του προτείνω.
-Κατά τη γνώμη σας, η δουλειά για τον κινηματογράφο και η δουλειά για την τηλεόραση είναι το ίδιο πράγμα και γιατί;
-Πρόκειται για εντελώς διαφορετικές σκηνοθεσίες και θα έλεγα ότι αυτή της τηλεόρασης, εξ όσων γνωρίζω, επικεντρώνεται στην επιλογή της εικόνας που θα βγει στον αέρα. Έχω κάνει πολλές ταινίες για την τηλεόραση αλλά πάντα σε εξωτερικούς χώρους και γυρισμένες σε φιλμ, στο οποίο δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά. Το μόνο που ήθελε προσοχή ήταν να αποφύγεις πολύ μακρινά πλάνα και να εστιάζεις στα κοντινά πλάνα των ηθοποιών επειδή στη δεκαετία του ΄90 οι περισσότερες τηλεοπτικές οθόνες ήταν ακόμη μικρές.
-Στη σημερινή εποχή, ποιο κοινό πηγαίνει να δει ταινία στο σινεμά στην Ιταλία; Και τι ταινίες προτιμάει να βλέπει;
-Έχει πάνω από έναν χρόνο που στην Ιταλία τα σινεμά είναι κλειστά εξαιτίας της πανδημίας και γι’ αυτό είναι δύσκολο να σου απαντήσω. Όμως στο παρελθόν το κοινό στις απογευματινές προβολές ήταν κυρίως ηλικιωμένοι (και όχι πολλοί) και επιλεκτικοί στις επιλογές τους. Στις βραδινές προβολές ήταν κυρίως οι νέοι, οι οποίοι έχουν προτίμηση στις κωμωδίες. Και τις Κυριακές οικογένειες με τα παιδιά τους, που συνήθως προτιμούν ταινίες με κινούμενα σχέδια.
-Ποια είναι η γνώμη σας για τα φεστιβάλ κινηματογράφου και τα βραβεία που δίνουν; Είναι σημαντικά και γιατί;
-Τα φεστιβάλ είναι σημαντικά (όχι τόσο για τα βραβεία) γιατί γενικώς προσφέρουν τη δυνατότητα να δούμε πολύ καλές ταινίες που δύσκολα βρίσκουν ευρεία διανομή και μπορείς να τις βρεις μονάχα σε μερικούς κινηματογράφους τέχνης. Ενδιαφέρον έχουν οι ανασκοπήσεις και αναβιώσεις ταινιών, ρευμάτων και τάσεων διότι δίνουν την ευκαιρία στους νεότερους θεατές να δουν και να μάθουν για ταινίες που δεν έχουν δει λόγω ηλικίας. Εγώ, για παράδειγμα, μόνο το 2019 – δηλαδή προ κορωνοϊού! – προσκλήθηκα στο Παρίσι, στην Ιένα, στη Βιέννη, στο Μάντσεστερ, στο Λιβόρνο, στην Πάρμα, στο Τορίνο και στο Άστι για να παρουσιάσω ταινίες που έκανα τη δεκαετία του ΄70. Το 2020 μόνο ένα φεστιβάλ στην Ουαλία και αυτό με streaming!
-Πιστεύω πως για να έχει κάποιος κέρδος, χρειάζεται να κατευθυνθεί όλο και περισσότερο σε εμπορικές ταινίες για την τηλεόραση, που είναι οι μεγάλοι καταναλωτές της μυθοπλασίας. Γι’ αυτό το λόγο, το σινεμά χάνει σταδιακά τη λειτουργία του να κρίνει τις δυσμορφίες της κοινωνίας και έτσι εκπνέει πολιτιστικά.
Στους νέους μπορώ μόνο να πω πως δεν αρκεί μόνο να κάνουν μια ταινία, πρέπει η ιστορία που αφηγούνται να έχει ένα σκοπό, ένα περιεχόμενο. Δεν έχει σημασία αν κάνεις κωμωδία ή θρίλερ, πρέπει πάντα να αγγίζεις θέματα που θα σε κάνουν να σκεφτείς. Αν κάποιες από τις ταινίες μου έχουν γίνει καλτ, πιστεύω πως είναι γιατί κουνούν το δάχτυλο σε «πληγές» της κοινωνίας που είναι ακόμα και σήμερα επίκαιρες, παρόλο που έχουν περάσει 50 χρόνια. Η ταινία μου «Short Night of Glass Dolls» μιλάει για έναν δημοσιογράφο που αναγκάστηκε να σιωπήσει. Σήμερα δεκάδες δημοσιογράφοι σκοτώνονται ή φυλακίζονται σε πολλές χώρες. Το «Who Saw her Die?» κουνάει το δάχτυλο στην παιδοφιλία των ιερέων, που ο Πάπας Φραγκίσκος μόλις τώρα προσπαθεί να εξαλείψει. Και ούτω καθεξής. Σε όλες μου τις ταινίες, όπως τώρα και στα μυθιστορήματα που γράφω, προσπαθώ να φέρω στο φως αυτές τις αρνητικές πλευρές της κοινωνίας μας ελπίζοντας πως θα μας κάνουν να σκεφτούμε.
-Τέλος, τι πιστεύετε πως θα έκανε τον κόσμο μας ένα καλύτερο μέρος;
-Μεγαλύτερος σεβασμός στη φύση, ίση κατανομή του πλούτου, μεγαλύτερη αδελφικότητα μεταξύ των ανθρώπων και των λαών, πιο αποφασιστική βοήθεια στις περιοχές όπου οι άνθρωποι ζουν με φόβο και αβεβαιότητα για λόγους κλιματικούς ή κοινωνικούς. Μεγαλύτερος σεβασμός και ισότητα στη γυναίκα, μεγαλύτερη ανοχή και αποδοχή στη διαφορετικότητα, όποια και να είναι, περισσότεροι πόροι στην εκπαίδευση και στην επιστημονική έρευνα, κατάργηση των όπλων και παύση των πολέμων, απαγόρευση στις λεγόμενες πολυεθνικές που σκάφτονται μόνο το κέρδος.
Και σε αυτήν τη δύσκολη στιγμή που η πανδημία προκαλεί εκατομμύρια θύματα, η απελευθέρωση των αδειών ώστε να επιτραπεί και στην πιο φτωχή χώρα να παράγει το εμβόλιο και να το διανείμει δωρεάν στον πληθυσμό. Η παγκόσμια ανοσία είναι απαραίτητη για να νικήσουμε την ασθένεια σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο!
Πάνος Μουζάκης