Το 2015, ο Denzel Washington υπέγραψε συμφωνία με το HBO, σύμφωνα με την οποία ο πρώτος θα αναλάμβανε ως παραγωγός να διασκευάσει 9 από τα θεατρικά έργα του August Wilson σε τηλεταινίες.
Η πρώτη ήρθε ένα χρόνο αργότερα με τον Washington να σκηνοθετεί και να πρωταγωνιστεί στο Fences, το οποίο χάρισε και στην Viola Davis το πρώτο της Όσκαρ.
Το 2019 το deal άλλαξε στέγη και «μετακόμισε» στο Netflix, με το Ma Rainey's Black Bottom να παίρνει τη σκυτάλη και με 5 υποψηφιότητες στις βαλίτσες, να πηγαίνει στη μεγάλη βραδιά με μεγάλες προσδοκίες.
Πάμε να δούμε περί τίνος πρόκειται…
Η ιστορία μας πάει στο Σικάγο του 1927, σε ένα υπόγειο στούντιο, εκεί όπου σε λίγη ώρα η θρυλικά “μαμά του μπλουζ” Ma Rainey θα ηχογραφήσει το νέο της δίσκο.
Ανάμεσα στην μπάντα της βρίσκεται και ο Levee, ένας νεαρός και αναμφισβήτητα ταλαντούχος τρομπετίστας που έχει όνειρο να φτιάξει τη δική του μπάντα με τα δικά του τραγούδια, με την υπεροψία του να εκνευρίζει και τους συναδέλφους του αλλά κυρίως την Ma.
Υπό συνθήκες αφόρητης ζέστης, τα πνεύματα οξύνονται, λόγια βαριά ξεστομίζονται και η τραγωδία είναι αναπόφευκτη.
Τη διασκευή του βραβευμένου με Tony θεατρικού ανέλαβε το κινηματογραφικά μάλλον άπειρο δίδυμο των Ruben Santiago-Hudson & George C. Wolfe (Lackawanna Blues), με τον Denzel Washington να κρατάει μονάχα το ρόλο του παραγωγού.
Όπως είχα γράψει τότε και για το Fences, δεν είμαι φίλος των “θεατρικών ταινιών”, γι’ αυτό και άφησα το Ma Rainey's Black Bottom στο backlog της watchlist μου, μέχρι που η πρόσφατη ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων της αμερικάνικης Ακαδημίας, με “υποχρέωσε” να το επισκεφτώ με ιδιαίτερη επιφύλαξη.
Με εξαίρεση δύο-τρεις σκηνές, ολόκληρο το φιλμ λαμβάνει χώρα στο αποπνικτικά ζεστό στούντιο ηχογράφησης, άλλοτε στο υπόγειο, εκεί όπου η μπάντα περιμένει την Ma και συζητάει για το μέλλον και το παρελθόν τους, για την “αξία” τους απέναντι στους λευκούς, με την “ψηλή μύτη” του Levee να προκαλεί συνεχώς.
Στον επάνω όροφο ο ατζέντης της Ma και ο υπεύθυνος της δισκογραφικής έχουν τις δικές τους στιχομυθίες με την Ma, που παρότι έχει ήδη αργήσει μία ώρα, δεν πρόκειται να δεχτεί οποιαδήποτε αλλαγή, δεν ακούει την άποψη κανενός και αν θέλει θα βάλει τον τραυλό ανιψιό της να κάνει την εισαγωγή, έστω κι αν χρειαστεί 10 προσπάθειες για να το πει σωστά.
Όταν αυτά τα δύο πατώματα έρχονται κοντά συμβαίνουν τα καλύτερα και τα χειρότερα, με την ηχογράφηση των τραγουδιών να είναι μεγαλειώδης, όμως οι χαρακτήρες της Ma και του Levee δεν μπορούν παρά να έρθουν σε σύγκρουση.
Η μεγάλη απογοήτευση του Ma Rainey's Black Bottom είναι πως αυτή σύγκρουση αργεί πολύ, διαρκεί λίγο και είναι εξαιρετικά υποτονική.
Αντίθετα απ’ αυτό που περιμέναμε, η ουσία της ταινίας κρύβεται στους -εκ πρώτης όψεως- ανούσιους συχνά διαλόγους μεταξύ των μελών της μπάντας που όμως αποκαλύπτουν εμμέσως πλην σαφών και με ιδιαίτερα μελανά χρώματα τις δυσκολίες, τις τραγωδίες που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι που μπορεί έτει 1927 να έχουν κερδίσει το δικαίωμα να στέκονται δίπλα στους λευκούς, όμως παραμένουν οι nig**** που απλά τυχαίνει να τους φέρνουν λεφτά, και όταν αυτό σταματήσει, θα τους πετάξουν από κει που ‘ρθαν.
Μπορεί το συμπέρασμα που βγαίνει από αυτούς τους διαλόγους να έχει ιδιαίτερη αξία, όμως ο τρόπος που φτάνουμε σ’ αυτό, δυστυχώς κουράζει πολύ.
Ναι, είναι βασισμένο σε θεατρικό έργο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να έχει και θεατρικούς ρυθμούς.
Φλύαρο, στατικό και επαναλαμβανόμενο, το Ma Rainey's Black Bottom, τουλάχιστον μέχρι ενός αρκετά προχωρημένου χρονικού σημείου, δυσκολεύεται να σου κρατήσει το ενδιαφέρον, έστω κι αν δεν κουράζει.
Ο λόγος που δεν κουράζει είναι τα ταλέντα που παρελαύνουν μπροστά από τις κάμερες, με τους Chadwick Boseman και Viola Davis μπροστά και τους Colman Domingo (If Beale Street Could Talk), Glynn Turman (The Way Back) και Michael Potts (True Detective) λίγο πιο πίσω, να είναι απλά χορταστικοί.
Ο αδικοχαμένος Boseman είναι διχαστικά σαγηνευτικός, όμως κάπου εκεί λίγο μετά τα μέσα της ταινίας, υπάρχει ένας συγκινητικός μονόλογος που θα έπρεπε να τον απογειώσει, όμως δεν καταφέρνει να προκαλέσει αυτή τη ρίγη που περιμέναμε.
Η Davis είναι όπως πάντα ΘΕΑ, όμως το screentime της είναι αναπάντεχα μικρό (έστω κι αν στο θεατρικό ήταν ακόμα μικρότερο) και μας αφήνει κάπως μισονηστικούς.
Εξαιρετικοί και οι άλλοι τρεις, με τον Domingo να αξίζει πολύ περισσότερο μια θέση στη πεντάδα β’ ανδρικού ρόλου από τον Paul Raci του Sound of Metal.
Η υποψηφιότητα για καλύτερη ταινία δικαιολογημένα δεν βρίσκεται μεταξύ των πέντε που κέρδισε το Ma Rainey's Black Bottom.
Το τελικό αποτέλεσμα, με τα όποια θετικά και αρνητικά του, κυμαίνεται περίπου στα επίπεδα του Fences, με το γεγονός πως για μία ακόμη φορά παρακολουθούμε ουσιαστικά μια θεατρική παράσταση να το κρατάει και πάλι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, περιορισμένο.
Δεν θα εκπλαγώ αν Davis και Boseman βγουν νικητές, όμως ούτε κι αν κάνουν το μηδέν στα δύο.
Αλέξανδρος Κυριαζής