Δεν είμαι τόσο ξεροκέφαλος για να μην αναγνωρίσω τις αρετές του που κυριολεκτικά άλλαξαν την ιστορία του αμερικάνικου κινηματογράφου, όμως ομολογουμένως δεν είμαι και από τους μεγαλύτερους οπαδούς του Citizen Kane, έτσι όταν πριν λίγους μήνες το Mank έκανε πρεμιέρα στο Netflix, το αγνόησα ελαφρά τη καρδία.
Όταν όμως μια ταινία κερδίζει δέκα υποψηφιότητες για Όσκαρ, έστω κι αν δεν θεωρείται φαβορί σε καμία κατηγορία, θα ήταν στρουθοκαμηλισμός να μην της ρίξω μια ματιά…
Η κεντρική storyline μας πάει στα 1940, όταν ο μόλις 24χρονος τότε Orson Welles καταφέρνει και κλείνει συμβόλαιο με την θρυλική RKO Pictures, το οποίο του δίνει απόλυτη δημιουργική ελευθερία, κάτι πρωτάκουστο ειδικά για καλλιτέχνη χωρίς καμία πρότερη κινηματογραφική εμπειρία!
Ο Welles προσλαμβάνει τον Herman J. Mankiewicz, πρώην κριτικό θεάτρου και σεναριογράφο, για να γράψει το σενάριο της ταινίας, με τη συμφωνία να προβλέπει μια πλούσια αμοιβή αλλά παράλειψη του ονόματός του από τους τίτλους.
Ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του και κυρίως ο εθισμός του στο αλκοόλ, αναγκάζει τον Welles να στείλει τον “Mank” σε απομόνωση σε μια εξοχική κατοικία, με μοναδικούς συγκατοίκους μια γραμματέα και μια οικονόμο.
Σε εκείνο το σπίτι γράφτηκε το -δύο χρόνια αργότερα- βραβευμένο με Όσκαρ σενάριο του Citizen Kane που αποτέλεσε την αρχή μιας μεγάλης καριέρας για τον Welles, το τέλος της καριέρας του Mankiewicz και μιας μεγάλης κόντρας των δύο ανδρών.
Βασικός λόγος που το Mank δεν υλοποιήθηκε πριν 20+ χρόνια όταν ο Jack Fincher, πατέρας του σκηνοθέτη έγραψε το 120 σελίδων σενάριο, ήταν γιατί ο David Fincher επέμενε η ταινία να μοιάζει σαν να γυρίστηκε πραγματικά τη δεκαετία του ’40, με τις τεχνικές και τη τεχνολογία της εποχής και φυσικά ασπρόμαυρη, κάτι που θα αφαιρούσε πολλούς πόντους από την εμπορικότητα της, αποτρέποντας τους παραγωγούς να δώσουν το πράσινο φως.
Μπορεί το Mank τελικά να μη γυρίστηκε σε ασπρόμαυρο φιλμ 35χιλιοστών αλλά με μια υπερσύγχρονη Red Helium 8k ψηφιακή κάμερα, όμως το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα είναι πολύ πειστικό και σε συνδυασμό με την έξοχη -και υποψήφια για Όσκαρ- σκηνογραφία, η ταινία μας ταξιδεύει με ιδιαίτερη ευκολία στην εποχή.
Το Mank μας είχε υποσχεθεί μια ταινία που θα μας έβαζε στα παπούτσια του Mankiewicz τη περίοδο που έγραφε το σενάριο του Citizen Kane, και θαρρώ πως δεν ήταν καθόλου αυθαίρετο το συμπέρασμα πως θα παρακολουθούσαμε τη πορεία τη συγγραφής καθώς και τη πολυσυζητημένη του συνεργασία με τον Welles.
Αμ δε!
Παρότι παίρνουμε μικρές γεύσεις και από αυτά, το σενάριο επικεντρώνεται στο “γιατί”.
Γιατί ο Mankiewicz, έστω και χωρίς να το παραδέχτηκε ποτέ, αποφάσισε να βασίσει τον κεντρικό (αντι)ήρωα της ιστορίας της ταινίας, Charles Foster Kane στη ζωή του αυτοκράτορα των ΜΜΕ της εποχής William Randolph Hearst;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα στέλνει το Mank σε τελείως αναπάντεχους δρόμους, με τη ταινία να καταλήγει από βιογραφία σε μια κοινωνικό-πολιτική παρουσίαση της εποχής και στον τρόπο που ο Hearst την επηρέαζε άμεσα ή έμμεσα λοιδορώντας και εκβιάζοντας όσους στέκονταν απέναντί του, με τον Mankiewicz να γίνεται μάρτυρας των συνεπειών.
Φυσικά και αυτό το κομμάτι της ιστορίας έχει το ενδιαφέρον του, όμως η φλύαρη ανάπτυξή του παραγκωνίζει όλα τα υπόλοιπα με αποτέλεσμα την αφόρητα ρηχή έκθεση των χαρακτήρων, και τη συνολικά επιφανειακή παρουσίαση αυτής που θεωρητικά ήταν η κεντρική πλοκή, η συγγραφή του Citizen Kane.
Στα σκηνοθετικά του καθήκοντα, ο David Fincher αλλού εντυπωσιάζει και αλλού απογοητεύει.
Από τη μία επιτυγχάνει μια άκρως γοητευτική αναβίωση της εποχής, με τη ταινία τεχνικά (φωτογραφία, μουσική, φωτισμοί) να είναι άψογη, όμως έχει πολλά προβλήματα στο ρυθμό και στο μοντάζ, με πιο χαρακτηριστικό την άναρχη προσπάθεια να επαναλάβει τη μη-γραμμική αφήγηση του Kane, χάνοντας όμως τελείως τον έλεγχο.
Ερμηνευτικά πολύ καλοί οι Gary Oldman και Amanda Seyfried, όμως -παρά τα εκατοντάδες takes- κανένας από τους δύο δεν είναι ουσιαστικά εντυπωσιακός και αμφιβάλλω αν θα κατάφερναν να μπουν στη τελική πεντάδα σε μια πλήρη κινηματογραφικά χρονιά.
Το σενάριο του Mank είναι ομολογουμένως καλογραμμένο όμως είναι ο ορισμός του “εκτός θέματος”, με τη ταινία να καταλήγει να απευθύνεται περισσότερο σε αυτούς που ενδιαφέρονται να μάθουν πώς ο Frank Merriam κέρδισε τον Upton Sinclair στις εκλογές για κυβερνήτη της California το 1934, παρά για το πως ο Herman J. Mankiewicz έγραψε το σενάριο του Πολίτη Κέιν.