Είναι μία από τις πλέον ταλαντούχες κωμικούς της βρετανικής σκηνής, ωστόσο, λόγω της σχετικά περιορισμένης κινηματογραφικής της πορείας, το όνομά της απέχει πολύ απ’ αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως οικείο ή διάσημο εκτός του Νησιού.
Πριν τρία περίπου χρόνια, η Eddie Izzard γνωστοποίησε πως με τη βοήθεια του Celyn Jones, ολοκλήρωσε το πρώτο της κινηματογραφικό σενάριο και το Six Minutes to Midnight δεν δυσκολεύτηκε να υλοποιηθεί σε σκηνοθεσία Andy Goddard (Set Fire to the Stars).
Οι μέτριες κριτικές και ο κορωνοϊός οδήγησε την ταινία σε μια υβριδική διανομή με κάποιες χώρες να την προβάλουν απευθείας σε vod πλατφόρμες, ενώ άλλες να επιλέγουν την αναμονή ώστε να την βγάλουν στις κινηματογραφικές οθόνες.
Ο Έλληνας διανομέας ακολούθησε τη δεύτερη οδό, με την ταινία να βγαίνει στα θερινά την πρώτη κιόλας εβδομάδα επαναλειτουργίας τους.
Πάμε να δούμε τι θα γίνει τελικά έξι λεπτά πριν τα μεσάνυχτα…
Αύγουστος 1939, νότιες αγγλικές ακτές.
Στη μικρή παραθαλάσσια πόλη Bexhill βρίσκεται το Augusta-Victoria College, ένα αγγλό-γερμανικό κολέγιο στο οποίο φοιτούν οι θυγατέρες κάποιων εκ των πιο υψηλά ιστάμενων Ναζί.
Η σχολή βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών, με τον πράκτορα Thomas Miller να προσλαμβάνεται υποδυόμενος τον καθηγητή Αγγλικών για να παρακολουθεί τις κινήσεις και κυρίως πώς και πότε η Γερμανία θα προσπαθήσει να φέρει τα κορίτσια πίσω.
Ο Miller δεν αργεί να το ανακαλύψει όμως η προσπάθειά του να μεταφέρει την πληροφορία στα κεντρικά, αποδεικνύεται πολύ δύσκολη και επικίνδυνη με προδοσίες και διπλούς πράκτορες να βάζουν εμπόδια στο δρόμο του.
Η κεντρική ιστορία της ταινίας μπορεί να είναι φανταστική, όμως το Augusta-Victoria College όντως λειτουργούσε στο Bexhill για σχεδόν όλη τη δεκαετία του ’30 μέχρι την έναρξη του πολέμου, η ύπαρξη του οποίου γέννησε αρκετούς τοπικούς μύθους, οι οποίοι αποτέλεσαν και έμπνευση για την Izzard, η οποία πέρασε μέρος των παιδικών της χρόνων στην εν λόγω πόλη.
Το Six Minutes to Midnight είναι ένα κατασκοπικό περιπετειώδες δράμα που ξεκινάει με πολλές υποσχέσεις, στήνοντας για περίπου τα 40 πρώτα λεπτά του τη ζοφερή ατμόσφαιρα και τα μπερδεμένα συναισθήματα που επικρατούσαν στη χώρα και ειδικά σε ένα τέτοιο σχολείο, λίγο πριν την έναρξη του πολέμου.
Με αργούς και προσεκτικούς ρυθμούς φτάνουμε στο σημείο κλειδί, η δράση αρχίζει και η ταινία καταρρέει…
Ο χαρακτηρισμός των σεκάνς που ακολουθούν ως απλά κακογραμμένων και κακοσκηνοθετημένων θα ήταν υπερβολικά μετριοπαθής, με το Six Minutes to Midnight ξαφνικά να θυμίζει κάτι μεταξύ σε pulp λογοτέχνημα, ερασιτεχνικό θεατρικό και slapstick κωμωδία!
Η ατελής παρουσίαση των χαρακτήρων στο πρώτο μέρος, μοιάζει πταίσμα μπροστά στις απιθανότητες, τις συμπτώσεις, τα ανόητα και προβλέψιμα plot twists και τις κινηματογραφικές ευκολίες των οποίων γινόμαστε μάρτυρες και μας κάνουν να μοιάζουμε με ζωντανό rolling-eye emoji.
Αν σε αυτά προσθέσουμε το γεγονός πως η Izzard στο ρόλο του Miller απέχει παρασάγγας από action hero και δεν πείθει ούτε δευτερόλεπτο ότι με το τρέξιμο του κάβουρα θα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει από τους κυνηγούς του, καταλαβαίνετε τον λόγο της πλήρους κατάρρευσης.
Η παρουσία της Judi Dench, η οποία παρεμπιπτόντως έχει τον πλέον ρηχό ρόλο της ταινίας, ίσως φέρει θεατές στα θερινά όμως δεν αρκεί ώστε αυτοί να βγουν από τη προβολή έστω στοιχειωδώς ικανοποιημένοι.
Αν είσαι πολύ ευγενικός μπορείς να το πεις απλά παλιομοδίτικο, όμως στη πραγματικότητα το Six Minutes to Midnight είναι "ληγμένο" και δεν αξίζει μια θέση στις μεγάλες οθόνες, ειδικά αν θέλουμε έναν διαφορετικό post-covid κινηματογράφο και όχι απλά συνεχίσουμε από εκεί που σταματήσαμε.
Αλέξανδρος Κυριαζής