Το προ ολίγων ετών Au Revoir là-haut ήταν η πρώτη μου επαφή με το σκηνοθετικό σκέλος της καριέρας του Albert Dupontel και ομολογουμένως με εντυπωσίασε, έστω και βραχυπρόθεσμα.
Το νέο του πόνημα, με μια πρώτη ματιά στα προωθητικά υλικά, δεν μπορώ να πω πως ενθουσιάζει ωστόσο μας έρχεται με πολύ βαριές βαλίτσες, αφού κουβαλάει 6 βραβεία César (από τις 12 συνολικά υποψηφιότητες), μεταξύ των οποίων εκείνα της καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου!
Για πάμε να δούμε αν τα άξιζε…
Κεντρικοί ήρωες της ιστορίας είναι ο Jean-Baptiste Cuchas και η Suze Trappet.
Εκείνος είναι διευθυντής του τμήματος πληροφορικής του Υπουργείου Εσωτερικών, με εξειδίκευση στην κυβερνοασφάλεια κι εκείνη κομμώτρια.
Και οι δύο ζουν από μια στιγμή κρίσης, αφού εκείνος, παρότι δίνει τα πάντα για τη δουλειά του, του κλέβουν τη προαγωγή μέσα από τα χέρια για να την δώσουν σε κάποιον νεότερο, ενώ εκείνη μόλις διαγνώστηκε με μια θανατηφόρα αυτοάνοση ασθένεια.
Οι δρόμοι τους συναντιούνται όταν εκείνη επισκέπτεται το χώρο εργασίας του σε μια προσπάθεια να εντοπίσει το παιδί που έδωσε για υιοθεσία όταν ήταν ακόμα έφηβη, ενώ εκείνος στο διπλανό γραφείο αποπειράται να αυτοκτονήσει!
Για καλή (ή κακή) του τύχη, η καραμπίνα αστοχεί και τραυματίζει έναν συνάδελφό του, τον υπάλληλο που προσπαθούσε -όχι με ιδιαίτερη ζέση- να εξυπηρετήσει την Suze.
Μέσα στον πανικό και χωρίς δεύτερη σκέψη, εκείνη τον απομακρύνει από το κτήριο, με την ελπίδα πως θα μπορέσει να την βοηθήσει να βρει το παιδί της, με αντάλλαγμα να καταθέσει πως ο πυροβολισμός ήταν όντως ατύχημα και όχι επίθεση, όπως τον κατηγορούν.
Χωρίς άλλη επιλογή, ο Jean-Baptiste συμφωνεί και με τη βοήθεια ενός τυφλού (!) αρχειοφύλακα, ξεκινούν την έρευνα που τους οδηγεί σε μια τρελή περιπέτεια σε ολόκληρη τη πόλη.
Η έναρξη του Adieu les Cons δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πάρα άγαρμπη. Οι συστάσεις με τους δύο κεντρικούς πρωταγωνιστές μοιάζουν απότομες και ατελείς, ενώ το σημαντικότερο πρόβλημα εντοπίζεται στην ατσούμπαλη εναλλαγή ύφους από το δράμα στη κωμωδία, ακόμα και κατά τη διάρκεια της ίδιας σκηνής.
Χωρίς να έχεις διαβάσει οποιαδήποτε production notes γρήγορα γίνεται ξεκάθαρο πως η ταινία θέλει να λειτουργήσει και ως σάτιρα προς το γαλλικό δημόσιο, την αναξιοκρατία και την ανικανότητα, ωστόσο αυτό γίνεται με ένα -τουλάχιστον στα μάτια μου- τελείως αταίριαστο χοντροκομμένο χιούμορ με αποτέλεσμα να χάνει το στόχο της και να περνάει στο χώρο της παρωδίας.
Όλα αυτά στο πρώτο μισάωρο, μιας και κάπου εκεί, μάλλον όχι τυχαία από την ώρα που στη παρέα του Jean-Baptiste και της Suze προστίθεται και ο τυφλός αρχειοθέτης Serge, όλα αρχίζουν να αλλάζουν. Τα πιόνια έχουν μπει στις θέσεις τους και μία από τις πιο ταυτόχρονα διασκεδαστικές, αστείες, συγκινητικές ανθρώπινες και ταυτόχρονα καυστικές περιπέτειες μόλις ξεκινάει.
Η άγαρμπη ευγένεια του μονίμως τρομαγμένου Serge κουμπώνει τέλεια με την αποφασιστική θλίψη της Suze και τον απελπισμένα ανέραστο Jean-Baptiste, με τη τριάδα να λειτουργεί εξαιρετικά. Φυσικά υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το εξαιρετικό σενάριο του Dupontel που όχι μόνο ξέρει πως ακριβώς να τους διαχειριστεί αλλά τους μπλέκει και σε ιστορίες που είναι κάθε άλλο παρά αναμενόμενες και κλισέ είναι και προσφέρουν στο θεατή συναισθήματα μεγάλης γκάμας και έντασης.
Παρότι είχαμε πάρει μια γεύση από το ταλέντο του πίσω από τη κάμερα στο Au Revoir là-haut, εδώ πια αποδεικνύει πως δεν ήταν πυροτέχνημα, κάνοντας εξαιρετική δουλειά τόσο στα εμφανή του καθήκοντα, με τη ταινία να έχει εξαίρετη camerawork και μερικά τρικ που θυμίζουν κάτι από τον εξαφανισμένο Jean-Pierre Jeunet, ενώ παράλληλα, με την ίδια επιδεξιότητα διαχειρίζεται τους ηθοποιούς του και τις ακραία διαφορετικές αλλά ταυτόχρονα συγγενικές ψυχοσυνθέσεις τους.
Το χεράκι τους για το τελευταίο φυσικά βάλαν και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, με τον Albert Dupontel και την (εξωφρενικά όμορφη) Virginie Efira να είναι πολύ καλοί, αλλά τη παράσταση να κλέβει ο καρατερίστας Nicolas Marié στο ρόλο του τυφλού αρχειοθέτη!
Στη προβολή του Adieu les Cons μπήκα με το φτυάρι στο χέρι και το πρώτο μισάωρο ομολογουμένως μου έδωσε αρκετές αφορμές για να αρχίσω να σκάβω, όμως η συνέχεια είναι τόσο διασκεδαστική, τόσο έξυπνη, τόσο ευαίσθητη και καλλιτεχνικά άρτια, που αναγκάστηκα όχι μόνο να μπω ο ίδιος στο λάκκο, αλλά να φάω και το φτυάρι!
Αγνοήστε τον ταιριαστό όσον αφορά το περιεχόμενο αλλά εμπορικά απωθητικό και αποπροσανατολιστικό τίτλο και δώστε στη ταινία την ευκαιρία που της αξίζει.
Αλέξανδρος Κυριαζής