F Κριτική: No Time to Die (2021) - FilmBoy Κριτική: No Time to Die (2021) - FilmBoy
  • Latest News

    Κριτική: No Time to Die (2021)



    Απόψε κλείνει ένας κύκλος, ένας κύκλος που άνοιξε πριν 15 ακριβώς χρόνια όταν ο Martin Campbell, στην ασπρόμαυρη εισαγωγή του Casino Royale μας σύστησε έναν ολόφρεσκο, μοντέρνο James Bond, στην κατά τη δική μου άποψη καλύτερη ταινία ολόκληρου του franchise.
    Εκ του αποτελέσματος, αυτός ο εκμοντερνισμός φαίνεται πως δεν άρεσε στους παραγωγούς, οι οποίοι φρόντισαν βήμα-βήμα να αποδημήσουν ότι έφτιαξε η πρώτη ταινία μέχρι την απόλυτη ρετρο-απαξίωση, με το Spectre να μοιάζει βγαλμένο από τις ένδοξες μεν αλλά τελείως “ληγμένες” πλέον εποχές του αείμνηστου Sean Connery.

    Αυτά τα έξι χρόνια που μεσολάβησαν, σε εμένα ως θεατή λειτούργησαν ευεργετικά ή τουλάχιστον καταπραϋντικά, μιας και κατάφεραν να με κάνουν να ξεχάσω τον εκνευρισμό που ένοιωθα όταν βγήκα από τη προβολή της προηγούμενης ταινίας, και να μπω στο No Time to Die, την 25η περιπέτεια του πράκτορα 007 και την 5η και τελευταία του Daniel Craig, με μια συγκρατημένη αισιοδοξία πως ο κύκλος θα κλείσει με κάποιον τρόπο, αν όχι αντάξιο, τουλάχιστον σεβάσμιο προς την έναρξή του, έχοντας βέβαια στο πίσω μέρος του μυαλού μου πως αυτό το βαρέλι ίσως δεν έχει φτάσει ακόμα στον πάτο του. Για να δούμε τι από τα δύο συμβαίνει…

    Η ιστορία ξεκινάει λίγο μετά την ήττα και σύλληψη του Blofeld, με τον James να έχει αποσυρθεί από την MI6 και μαζί με την Madeleine, να ζουν στο μικρό παράδεισό τους στη νότια Ιταλία.
    Το φάντασμα της Vesper όμως τους στοιχειώνει και όταν μια νέα επίθεση παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή, ο James πιστεύει πως και η Madeleine τον πρόδωσε και την απομακρύνει.
    Μερικά χρόνια αργότερα, ο James έχει αυτοεξοριστεί στη Τζαμάικα, όπου και τον βρίσκει ο παλιός του φίλος -και πράκτορας της CIA, Felix Leiter.
    Τον ενημερώνει πως ένας Ρώσος επιστήμονας που εργαζόταν σε μια άκρως επικίνδυνη νέα τεχνολογία έχει απαχθεί από ένα μυστικό εργαστήριο της MI6 και θέλει τη βοήθειά του για να τον φέρουν πίσω.
    Στη παρέα δεν αργεί να προστεθεί η Nomi, μια νέα πράκτορας που έχει πάρει εδώ και δυο χρόνια το χηρεύον κωδικό όνομα 007.
    Πίσω από την απαγωγή κρύβεται ο μυστηριώδης Lyutsifer Safin ένας τρομοκράτης που ζητάει προσωπική εκδίκηση.
    Το πως ο Safin, ο Blofeld, ο Bond και η Madeleine συνδέονται σε ένα κουβάρι που ξεκινάει από πολλά χρόνια πίσω, δεν μένει παρά να το ανακαλύψετε…


    Να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, η χημεία της Léa Seydoux με τον Daniel Craig στο Spectre απλά δεν υπήρχε.
    Η απόφαση των δημιουργών όχι μόνο να επαναφέρουν την Madeleine αλλά και να την αναβαθμίσουν σε μία κατά κάποιο τρόπο αντικαταστάτρια της Vesper Lynd, περιείχε μεγάλο ρίσκο και η εισαγωγή κατά την οποία παρακολουθούμε την ευτυχισμένη -για λίγο- κοινή ζωή του και τον χωρισμό τους, δεν καταφέρνει να διορθώσει τη κατάσταση.
    Ωστόσο κάνει κάτι ίσως πιο σημαντικό, να πατήσει reset σε αυτό το αταίριαστο ζευγαράκι ώστε όταν αρκετά αργότερα οι δρόμοι τους ξανασυναντηθούν, η σχέση τους να ξαναστηθεί από το μηδέν, και μπορεί μέχρι το φινάλε να μη φτάνει σε ικανοποιητικά επίπεδα ώστε να προκαλέσει τα επιθυμητά συναισθήματα, όμως σίγουρα είναι πολύ πειστικότερη από το σημείο που την αφήσαμε στο τέλος του Spectre.

    Η βασική plotline του No Time to Die είναι μια κλασσική, υπερβολικά κλασσική James-Bond-ική ιστορία με έναν παρανοϊκό που χρησιμοποιεί ένα υπερόπλο και προσπαθεί να καταστρέψει τον κόσμο.
    Σε αυτόν τον τομέα, δυστυχώς οι βετεράνοι της σειράς Neal Purvis & Robert Wade απέτυχαν παταγωδώς να σκαρφιστούν κάτι στοιχειωδώς λιγότερο κλισέ και το χειρότερο είναι πως ο κεντρικός villain είναι από τους πιο ρηχούς που έχουμε δει στη σειρά, σε σημείο που δεν ξέρουμε καν ακριβώς τι θέλει να πετύχει.
    Ο καημένος Rami Malek ως Lyutsifer (δεν χρειαζόταν τόσες ορθογραφικές μπούρδες για να κρύψουν τη ρίζα του ονόματος!) πραγματικά σπαταλιέται στο ρόλο, με τους ευτυχώς λίγους αφόρητα βαρετούς ψευτοφιλοσοφικούς μονολόγους του να τελειώνουν γρήγορα έναν χαρακτήρα που θυμίζει (και εμφανισιακά) τον εξίσου βαρετό και ανούσιο Niander του Blade Runner 2049.

    Μια και βρισκόμαστε στους νέους χαρακτήρες, δε μπορώ να μην αναφερθώ στην Ana de Armas που ως νεαρή αλλά άκρως ικανή πράκτορας Paloma μας χαρίζει μία από τις καλύτερες action sequences της ταινίας, όμως δυστυχώς η παρουσία της τελειώνει εκεί.
    Λίγο μεγαλύτερη μεν αλλά και πάλι χωρίς ουσία και η παρουσία της Lashana Lynch ως νέα 007 με τα powerplays μεταξύ εκείνης και του James να είναι ουσιαστικά ο μοναδικός λόγος ύπαρξής της.
    Κακή εντύπωση άφησε η σχεδόν μηδαμινή εμφάνιση της Naomie Harris ως Moneypenny.

    Αρκετά όμως με τα ντεσού, γιατί το No Time to Die, παρά τα όσα διαβάσατε μέχρι στιγμής, δεν είναι μία καθόλου κακή ταινία και αυτό οφείλεται στον αριστοτεχνικό τρόπο που το σενάριο, το ίδιο σενάριο που σχεδόν αδιαφορεί για τη ποιότητα και τη πρωτοτυπία της βασικής storyline, διαχειρίζεται όλες τις άλλες γωνίες της ταινίας και συγκεκριμένα τον τρόπο που κλείνει αυτή η 5λογία του Craig, δένοντας όλα τα loose ends ρίχνοντας το βάρος στο συναίσθημα και στο χιούμορ.
    Παρά την πολύ μεγάλη διάρκειά της, η ταινία ξέρει πως ακριβώς να ξεδιπλώσει τα χαρτιά της ώστε να μη μοιάζει βεβιασμένη ή ξεχειλωμένη, όπως ο προκάτοχος. Το reset που ανέφερα στην αρχή, στη συνέχεια αποδίδει καρπούς με τη σχέση James και Madeleine να παίρνει άλλες διαστάσεις, οδηγώντας στον θρυλικό πράκτορα στην πιο πραγματικά προσωπική του περιπέτεια.
    Παράλληλα, το μαγικό χέρι της Phoebe Waller-Bridge που έβαλε την τελευταία πινελιά στο script, βγάζει μάτι με τις θανατηφόρες ατάκες της να προκαλούν εκρήξεις γέλιου.


    Ένας από τους βασικούς λόγους που το No Time to Die λειτουργεί, είναι και η ίδια η όρεξη του Daniel Craig που αντίθετα με το Spectre όπου πραγματικά σερνόταν, εδώ δίνει τα ρέστα του παραδίδοντας μια εξαιρετική, μια πραγματική ερμηνεία και όχι απλά μερικές καλοχορογραφημένες σκηνές δράσης.

    Μια που το έφερε η κουβέντα, και μιας και οι ταινίες του Bond, όπως και να το κάνουμε ανήκουν στο είδος της περιπέτειας δράσης, εδώ ο Cary Joji Fukunaga, ίσως και λόγω της ηλικίας (και των πολλών τραυματισμών) του πρωταγωνιστή, επέλεξε να αφήσει πίσω τις σκληρές hand to hand σκηνές μάχης, με τη μοναδική αξιομνημόνευτη να πέφτει στις πλάτες της de Armas, και να περιοριστεί σε gunplay και car action, χωρίς είναι η αλήθεια να εντυπωσιάζει.

    Συνολικά η σκηνοθεσία του Γιαπωνεζό-Σουηδό-Αμερικανού Fukunaga δεν είναι τόσο κραυγαλέα όπως του Sam Mendes όμως με τη βοήθεια της εξαιρετικής φωτογραφίας του οσκαρικού Linus Sandgren (La La Land), μας παραδίδει μια πανέμορφη, πιο γήινη και ιδιαίτερα ισορροπημένη ταινία, τα 163 λεπτά της οποίας μοιάζουν απόλυτα φυσικά.

    Το No Time to Die δεν είναι η καλύτερη ταινία James Bond, ούτε η καλύτερη της τελευταίας πενταλογίας (Casino Royale δεν γίνεσαι έτσι εύκολα!) αλλά αντίθετα με το φιάσκο του Spectre, ξέρει να κρατήσει την ισορροπία μεταξύ κλασσικού και μοντέρνου, ξέρει πως ο θεατής δεν χρειάζεται μόνο 15 action sequences στη σειρά και φέρνει το συναίσθημα στο προσκήνιο, ξέρει πως πρέπει να δώσει ένα φινάλε αντάξιο της ιστορίας του, και ως μέσο όρο το καταφέρνει.
    Αν είχε και μια καλύτερη βασική ιστορία θα έκανε θαύματα. Άντε, τώρα ξεκινήστε ελευθέρα το φάγωμα σχετικά με το ποιος θέλετε να είναι ο επόμενος James Bond… αλλά και το πως αυτός θα μας επανασυστηθεί! 😉

    Αλέξανδρος Κυριαζής

    • ΜΗ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ
    • Facebook Comments
    Item Reviewed: Κριτική: No Time to Die (2021) Rating: 5 Reviewed By: Alexis Kyriazis
    Scroll to Top