Η CarouselFILMS παρουσιάζει
Το μνημειώδες έργο
του θρυλικού Γιόχαν Γιόχανσον
με την Τίλντα Σουίντον
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΚΑΙ
ΠΡΩΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
(Last and First men)
Φεστιβάλ Βερολίνου: Επίσημη συμμετοχή Berlinale Special
Φεστιβάλ Μόντρεαλ: Βραβείο FIPRESCI
Δύο δισεκατομμύρια γήινα χρόνια μετά, στο μέλλον, η τελευταία γενιά ανθρώπων βρίσκεται στο χείλος του αφανισμού. Από τον μακρινό, εποικισμένο τους πλανήτη, στέλνουν ένα ύστατο κινηματογραφημένο μήνυμα στους σημερινούς κατοίκους της γης.
H TAINIA
O πάντα ανήσυχος Γιόχαν Γιόχανσον, πέρα από την ενασχόλησή του με άκρως επιτυχημένα soundtrack και προσωπικά μουσικά άλμπουμ, ενδιαφερόταν επίσης για άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης. Ως τα 2017 δεν είχε συναντήσει κάτι που να τον κινητοποιήσει προς μια διαφορετική μορφή τέχνης από την δική του. Τότε ήταν που έπεσε στα χέρια του το λεύκωμα του Ολλανδού φωτογράφου Γιαν Καμπέναερς με τίτλο «Spomenik», μια συλλογή από έγχρωμες ιλουστρασιόν φωτογραφίες των πολυάριθμων ογκωδών πέτρινων μνημείων που οικοδομήθηκαν στην τέως Γιουγκοσλαβία από την δεκαετία του 60 ως τα τέλη των 80s. Οι φωτογραφίες δεν συνοδεύονταν από κείμενα. Ο Γιόχανσον, συνεπαρμένος από τα αλλόκοτα δημιουργήματα, ξεκίνησε αμέσως την έρευνα. Τα spomenik (στα σέρβικα και κροατικά η λέξη σημαίνει «μνημείο») ήταν μια παραγγελία (σε διάφορους Γιουγκοσλάβους καλλιτέχνες) του Γιόζεπ Μπροζ Τίτο, προέδρου, τότε της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκλοσλαβίας). Κατά τον Γιόχανσον «τα σπόμενικ συνέθεταν μια τεχνητή, επινοημένη πολιτεία, ένα ουτοπικό πείραμα για την ενοποίηση των σλαβικών εθνοτήτων με τις τόσες θρησκευτικές και άλλες διαφορές. Τα μνημεία ήταν σύμβολα αυτής της ενότητας.» Στους αρχιτέκτονες δεν επιτρεπόταν η χρήση χριστιανικής εικονογραφίας κι έτσι αυτοί στράφηκαν στην προϊστορική τέχνη των Σουμερίων ή των Μάγια. Αυτός είναι ο λόγος που τα σπόμενικ φαίνονται τόσο αλλόκοτα και «εξωγήινα». Η συμβολική δυναμική των σπόμενικ γοήτευσε τον Γιόχανσον. Είχαν όλα χτιστεί σε τοποθεσίες στρατοπέδων
συγκέντρωσης, μεγάλων μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, σφαγών από τους Ναζί ή και συγκρούσεων με τους Οθωμανούς κατακτητές τους προηγούμενους αιώνες. Διάσπαρτα σε όλες τις περιοχές της τέως Γιουγκοσλαβίας, είχαν διαφορετική σημασία για τους Σέρβους, τους Κροάτες, τους Σλοβένους ή τους Βόσνιους, για κάθε κτίσμα υπήρχαν διαφορετικές αναγνώσεις αναλόγως της πολιτισμικής προέλευσης του παρατηρητή.
Ο Γιόχανσον, μαζί με τον Νορβηγό διευθυντή φωτογραφίας Στούρλα Μπρεντθ Γκρέβλεν, ξεκίνησαν την κινηματογράφηση των σπόμενικ. Επί ένα μήνα ταξίδεψαν στα Βαλκάνια, εξοπλισμένοι με μια μηχανή λήψης 16 χιλιοστών κι έναν μικρό γερανό. Ο Γιόχανσον, αναζητούσε αφενός την αίσθηση του σελιλόιντ στην εικόνα, αφετέρου το αργόσυρτο, ελεγειακό στυλ των εικόνων του 2001 και του Σολάρις. Παράλληλα, έχοντας πρόσφατο το φιλμ του Μπέλα Ταρ «Ο άνθρωπος από το Λονδίνο», συμβουλεύτηκαν τον διευθυντή φωτογραφίας του Ούγγρου
δημιουργού Φρεντ Κέλεμεν για το πώς θα πετύχουν τις κατάλληλες κινήσεις τράβελινγκ με τον γερανό. Γιόχανσον: «Επιθυμούσαμε μια φορμαλιστική κινηματογράφηση των μνημείων, έτσι ώστε να τονίσουμε την παράξενη, ασύμμετρη ομορφιά τους. Ξυπνούσαμε στις 4 το πρωί για να προετοιμαστούμε και να φιλμάρουμε ξημερώματα κι ύστερα τραβάγαμε μέχρι τη δύση του ηλίου. Ήταν μια από τις πιο ευτυχισμένες εμπειρίες της ζωής μου, όπως επίσης κι από τις πιο
εξουθενωτικές.»
Ο Γιόχανσον γνώριζε εκ πείρας ότι το επόμενο βήμα θα ήταν η μουσική σύνθεση που θα συνόδευε τις εικόνες. Όμως, η δημιουργία ενός εικαστικού φιλμ- ντοκιμαντέρ για τα σπόμενικ ήταν κάτι πολύ απλοϊκό κι αδιάφορο γι’ αυτόν. Επιζητούσε να ενισχύσει την εμπειρία του με άλλη μια αφηγηματική στρώση. Όπως το συνήθιζε, κατέφυγε στην επιστημονική φαντασία.
Ο Γιόχανσον ήταν μεγάλος φαν των Σοβιετικών συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας όπως ο Στανισλάβ Λεμ και οι αδελφοί Στρουγκάτσκι. Ο Άγγλος συγγραφέας και φιλόσοφος Όλαφ Στέιπλεντον υπήρξε μεγάλη έμπνευση για τους συγκεκριμένους δημιουργούς. Ξαναδιαβάζοντας τα έργα του Στέιπλεντον, ο Γιόχανσον ανακάλυψε ιδέες που δεν είχε αντιληφθεί με τις πρώτες αναγνώσεις. Γιόχανσον: «Πρόκειται για τον ορισμό της εφευρετικής μυθοπλασίας. Φανταζόταν το μέλλον εξερευνώντας έναν φιλοσοφικό στοχασμό ο οποίος βασιζόταν σε εναλλακτικές ιδέες για την κοινωνία και την ανθρωπότητα.»
Από τα βιβλία στου Στέιπλεντον που διάβασε, ήταν το μυθιστόρημα «Τελευταίοι και πρώτοι άνθρωποι» που τον ερέθισε περισσότερο. Γιόχανσον: «Είναι κάτι σαν μια ανθρωπολογία του μέλλοντος, η γραφή του είναι ένα μείγμα μυστικιστικού λυρισμού και ψυχρού ακαδημαϊσμού. Ένα πολύ έντονο έργο, ταυτοχρόνως ποιητικό και νηφάλιο.»
Ο Γιόχανσον ήξερε από την αρχή ποιο ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο για αφηγητής. Η Τίλντα Σουίντον: «Ήθελα να ακούγεται σαν κάποιος να διαβάζει ένα εγχειρίδιο. Εξαρχής ήξερα ότι έπρεπε να είναι η Τίλντα. Η αφήγησή της ήθελα να μοιάζει σαν μια παράξενη ακαδημαϊκή διάλεξη, ανάμεικτη με έναν τόνο μελαγχολικού λυρισμού, η φωνή μιας αυθεντίας που έρχεται από το μέλλον. H ανάμνηση κάποιων διαλέξεων που άκουγα μικρός από την Ισλανδική ραδιοφωνία με επηρέασε επίσης». Οι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν σε ένα μικρό στούντιο κοντά στο σπίτι της Σουίντον, στη Σκωτία. H φωνή της Σουίντον προσδίδει στο
κείμενο μια θεσπέσια αποχαιρετιστήρια μελαγχολία, μια φωνή που πεθαίνει, αφηγούμενη τα ντοκουμέντα των τελευταίων στιγμών του ανθρώπινου είδους. Η πρώτη παρουσίαση του έργου έγινε το 2017, με τη μορφή μιας μεταμοντέρνας όπερας, έλαβε χώρα στα πλαίσια του Φεστιβάλ του Μάντσεστερ, με τη συνοδεία της συμφωνικής ορχήστρας του BBC και τον Γιόχανσον στα πλήκτρα και τους συνθετητές. Γιόχανσον: «Μου πήρε καιρό για να γίνει σωστά και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι λειτουργεί. Το έργο πήρε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση όταν προστέθηκε η φωνή της Τίλντα. Η πρόκληση συνίστατο στο να συνθέσω μουσική γύρω από την φωνή της επειδή δεν ήθελα να παρουσιάσω μια εγκατάσταση ή ένα art film. Ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτά τα στοιχεία για να αφηγηθώ μια ιστορία.»
Ο Γιόχανσον επέμενε ότι το αφήγημα του Στέιπλεντον έμελλε να γνωρίσει κι άλλου τύπου μετενσαρκώσεις κι ότι η δική του δουλειά ήταν ένα work in progress. Σε συνεργασία με τον συνθέτη και σχεδιαστή ηχοτοπίων Γιάιρ Ελάζαρ Γκόλτμαν (που ζούσε κι εργαζόταν στο Βερολίνο όπως κι ο Γιόχανσον) έβαλε μπροστά την κινηματογραφική μεταφορά του σχεδίου. Δούλεψαν μαζί για έξι μήνες, ύστερα ο Γιόχανσον εργάστηκε με το σάουντρακ του «Mandy», ταινίας του Πάνου Κοσμάτου και αίφνης, τον Φεβρουάριο του 2018, ο Γιόχανσον βρέθηκε νεκρός στο
Βερολινέζικο διαμέρισμά του. Χρειάστηκαν κάμποσοι μήνες έτσι ώστε οι συνεργάτες και οι οικείοι του Γιόχανσον να συνέλθουν από το σοκ. Ο Γκόλτμαν ένιωσε ότι η υλοποίηση του φιλμ ήταν ένα χρέος προς τον νεκρό δημιουργό και φίλο. Ο έτερος συνεργάτης του Γιόχανσον, ο Γκρέβλεν, έσπευσε να βοηθήσει. Οι δυο τους, ανατρέχοντας στις αναλυτικότατες σημειώσεις και παρατηρήσεις του Γιόχανσον, με μερικές πρόσθετες λήψεις στα Βαλκάνια και λιγοστές προσθήκες στις ενορχηστρώσεις (σύμφωνα με τις γραπτές κατευθύνσεις του Γιόχανσον και με τη
χρήση προσωπικών ηχογραφήσεών του), ολοκλήρωσαν το αρχικό σχέδιο, την κινηματογραφική εκδοχή του «Last and first men». Ούτως ή άλλως, η συνεργασία κι η συλλογικότητα ήταν πάντοτε η αρχή που κατεύθυνε το έργο του Γιόχανσον.
Το φιλμ «Τελευταίοι και πρώτοι άνθρωποι» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2020, στο τμήμα Berlinale Special. Τον Φεβρουάριο του 2020, κανείς δεν υποπτευόταν τι έρχεται και πώς το φιλμ θα αποκτούσε ένα απρόσμενο χρονισμό, όντας ένα έργο για «το τέλος του κόσμου». Μέσα σε ένα ψηφιακό τέλμα πλατφορμών, σειρών, διαδικτυακών downloads και streaming, μια σχεδόν εξ ολοκλήρου αναλογική παραγωγή (σελιλόιντ, φωνή, κατά βάση αναλογικά όργανα, ακόμα κι ο Γιόχανσον χρησιμοποιούσε αναλογικά μέσα,
μαγνητοταινίες κι αναλογικά σύνθι) ασχολούταν με το τέλος των ανθρώπων και διέδιδε το μήνυμα του μυθιστορήματος του Στέιπλεντον, σταλμένο από το μέλλον. Στον μεταμοντέρνο κόσμο μας αποτελεί κι αυτό ένα τέκνο του, ένα υβριδικό κινηματογραφικό έργο, τεκμηρίωσης όσον αφορά τα σπόμενικ, εκ νέου ανάγνωσης του αφηγήματος του Στέιπλεντον, συμφωνικού έργου του Γιόχανσον, οπτικοακουστικής μεταφοράς μιας πεπερασμένης όπερας κ.ο.κ.
Το κάθε συστατικό δύναται να υπάρξει αυτόνομα, διακριτό, σε συνδυασμό με όλα τα άλλα ή με κάθε ένα ξεχωριστά. Στην κινηματογραφική μορφή του, απευθύνεται στη συλλογική μνήμη, εμπειρία κι ενσυναίσθηση, είναι προορισμένο για την μεγάλη οθόνη και την κινηματογραφική αίθουσα, κάθε άλλη θέαση αφαιρεί κάποιο από τα συστατικά. Το φιλμ καθόλου τυχαία δεν έμεινε «στα ράφια», σε σχέση με την κινηματογραφική διανομή και καθόλου τυχαία δεν επανέρχεται στον δημόσιο χώρο, με πρώτη κυκλοφορία στις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 2021 (από την metrograph, με τον θρυλικό Bill Morrison να προλογίζει τις προβολές). Παραφράζοντας το κείμενο της ταινίας «Το σινεμά δεν έχει πει την τελευταία του λέξη». Κι η συνάντηση ενός πρόωρα τεθνεώτος δημιουργού, ενός συγγραφέα των 30s, μιας σειράς λίθινων υπομνήσεων παρελθόντων προσδοκιών και παθών από ένα σύμπαν που κι αυτό
χάθηκε σε μια νύχτα, μας θυμίζει τη δύναμη, το μεγαλείο και την γλυκιά μελαγχολία του «μαζί» που μπορεί και να μην έχει τελειώσει, τουλάχιστον ακόμα.
Ο Γιόχανσον επέμενε ότι το αφήγημα του Στέιπλεντον έμελλε να γνωρίσει κι άλλου τύπου μετενσαρκώσεις κι ότι η δική του δουλειά ήταν ένα work in progress. Σε συνεργασία με τον συνθέτη και σχεδιαστή ηχοτοπίων Γιάιρ Ελάζαρ Γκόλτμαν (που ζούσε κι εργαζόταν στο Βερολίνο όπως κι ο Γιόχανσον) έβαλε μπροστά την κινηματογραφική μεταφορά του σχεδίου. Δούλεψαν μαζί για έξι μήνες, ύστερα ο Γιόχανσον εργάστηκε με το σάουντρακ του «Mandy», ταινίας του Πάνου Κοσμάτου και αίφνης, τον Φεβρουάριο του 2018, ο Γιόχανσον βρέθηκε νεκρός στο
Βερολινέζικο διαμέρισμά του. Χρειάστηκαν κάμποσοι μήνες έτσι ώστε οι συνεργάτες και οι οικείοι του Γιόχανσον να συνέλθουν από το σοκ. Ο Γκόλτμαν ένιωσε ότι η υλοποίηση του φιλμ ήταν ένα χρέος προς τον νεκρό δημιουργό και φίλο. Ο έτερος συνεργάτης του Γιόχανσον, ο Γκρέβλεν, έσπευσε να βοηθήσει. Οι δυο τους, ανατρέχοντας στις αναλυτικότατες σημειώσεις και παρατηρήσεις του Γιόχανσον, με μερικές πρόσθετες λήψεις στα Βαλκάνια και λιγοστές προσθήκες στις ενορχηστρώσεις (σύμφωνα με τις γραπτές κατευθύνσεις του Γιόχανσον και με τη
χρήση προσωπικών ηχογραφήσεών του), ολοκλήρωσαν το αρχικό σχέδιο, την κινηματογραφική εκδοχή του «Last and first men». Ούτως ή άλλως, η συνεργασία κι η συλλογικότητα ήταν πάντοτε η αρχή που κατεύθυνε το έργο του Γιόχανσον.
Το φιλμ «Τελευταίοι και πρώτοι άνθρωποι» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2020, στο τμήμα Berlinale Special. Τον Φεβρουάριο του 2020, κανείς δεν υποπτευόταν τι έρχεται και πώς το φιλμ θα αποκτούσε ένα απρόσμενο χρονισμό, όντας ένα έργο για «το τέλος του κόσμου». Μέσα σε ένα ψηφιακό τέλμα πλατφορμών, σειρών, διαδικτυακών downloads και streaming, μια σχεδόν εξ ολοκλήρου αναλογική παραγωγή (σελιλόιντ, φωνή, κατά βάση αναλογικά όργανα, ακόμα κι ο Γιόχανσον χρησιμοποιούσε αναλογικά μέσα,
μαγνητοταινίες κι αναλογικά σύνθι) ασχολούταν με το τέλος των ανθρώπων και διέδιδε το μήνυμα του μυθιστορήματος του Στέιπλεντον, σταλμένο από το μέλλον. Στον μεταμοντέρνο κόσμο μας αποτελεί κι αυτό ένα τέκνο του, ένα υβριδικό κινηματογραφικό έργο, τεκμηρίωσης όσον αφορά τα σπόμενικ, εκ νέου ανάγνωσης του αφηγήματος του Στέιπλεντον, συμφωνικού έργου του Γιόχανσον, οπτικοακουστικής μεταφοράς μιας πεπερασμένης όπερας κ.ο.κ.
Το κάθε συστατικό δύναται να υπάρξει αυτόνομα, διακριτό, σε συνδυασμό με όλα τα άλλα ή με κάθε ένα ξεχωριστά. Στην κινηματογραφική μορφή του, απευθύνεται στη συλλογική μνήμη, εμπειρία κι ενσυναίσθηση, είναι προορισμένο για την μεγάλη οθόνη και την κινηματογραφική αίθουσα, κάθε άλλη θέαση αφαιρεί κάποιο από τα συστατικά. Το φιλμ καθόλου τυχαία δεν έμεινε «στα ράφια», σε σχέση με την κινηματογραφική διανομή και καθόλου τυχαία δεν επανέρχεται στον δημόσιο χώρο, με πρώτη κυκλοφορία στις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 2021 (από την metrograph, με τον θρυλικό Bill Morrison να προλογίζει τις προβολές). Παραφράζοντας το κείμενο της ταινίας «Το σινεμά δεν έχει πει την τελευταία του λέξη». Κι η συνάντηση ενός πρόωρα τεθνεώτος δημιουργού, ενός συγγραφέα των 30s, μιας σειράς λίθινων υπομνήσεων παρελθόντων προσδοκιών και παθών από ένα σύμπαν που κι αυτό
χάθηκε σε μια νύχτα, μας θυμίζει τη δύναμη, το μεγαλείο και την γλυκιά μελαγχολία του «μαζί» που μπορεί και να μην έχει τελειώσει, τουλάχιστον ακόμα.