Το Top
Gun που κυκλοφόρησε δια χειρός Tony Scott το 1986 αποτελεί ένα
αντιπροσωπευτικό δείγμα του αμερικανικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 80,
με ηθοποιούς, σκηνές, και τραγούδια να παραμένουν ακόμα ανεξίτηλα στη μνήμη. Και
μετά από 36 χρόνια καταφθάνει ένα sequel το οποίο όχι μόνο τιμά τον
προκάτοχό του, αλλά προσφέρει και κάτι που λείπει έντονα από τον κινηματογράφο
τα τελευταία χρόνια. Μια αυθεντική, ψυχαγωγική περιπέτεια που πετυχαίνει εύκολα
να διασκεδάσει το κοινό της, γιατί πολύ απλά αυτός είναι ο ειλικρινής της
στόχος.
Σε αυτή τη συνέχεια χρέη σκηνοθέτη αναλαμβάνει ο Joseph Kosinski, ένας σκηνοθέτης που έχει
αφήσει αρκετά υποσχόμενα δείγματα με τη δουλειά του μέχρι στιγμής, με τελευταία
του ταινία το Only
the Brave. Ο Kosinski πετυχαίνει εξ αρχής να ανεβάσει την
ένταση στην παρακολούθηση και να τη διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα, στήνοντας
σπιντάτες και εντυπωσιακότατες σκηνές αερομαχιών που «κολλάνε» τους θεατές στα
καθίσματά τους. Όμως δεν μένει στο να φτιάξει μια εφετζίδικη τεχνολογική
περιπέτεια, καθώς ακολουθώντας ένα στρωτό και στοχευμένο σενάριο (όπου υπάρχει
και ο Christopher McQuarrie των
τελευταίων Επικίνδυνων Αποστολών) προσφέρει την κατάλληλη δραματικότητα μέσα
από τις διαπροσωπικές σχέσεις των πρωταγωνιστών και την εμβάθυνση του χαρακτήρα
του Maverick,
αλλά και τις μικρές ανάσες γέλιου με έναν αέρα 80s στο χιούμορ, χωρίς να ακολουθεί
πάντα τους καθωσπρεπισμούς που απαιτεί η σημερινή εποχή. Σίγουρα δεν λείπουν τα
κλισέ, οι υπερβολές ανά σημεία, και η απλούστευση σε ορισμένα του σεναρίου ως
προς την εξέλιξη της πλοκής, αλλά η δράση αποζημιώνει απλόχερα και οι ηθοποιοί
κρατάνε με ευκολία τους χαρακτήρες τους ζωντανούς.
Ξεχωριστή αναφορά αξίζει όμως στον Val Kilmer ο οποίος είναι και ο μόνος που επανέρχεται δίπλα στον Tom Cruise από την πρώτη ταινία. Με τον ταλαιπωρημένο Val να βάζει όλα τα προβλήματα υγείας που έχει στον ρόλο του, δημιουργεί την πιο συγκινητική και νοσταλγική σκηνή της ταινίας, αποδεικνύοντας ότι παρά τις αντιξοότητες παραμένει ενεργός. Και αυτό είναι αρκετό.
Γιώργος Νυκταράκης